- σινοθιβετικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στην Κίνα και στο Θιβέτ ή στους Κινέζους και στους Θιβετιανούς2. φρ. «σινοθιβετικές γλώσσες»γλωσσ. πολυάριθμη, η δεύτερη στη σειρά μεγαλύτερη μετά την ινδοευρωπαϊκή, γλωσσική οικογένεια τής νότιας Ασίας, τής οποίας οι γλώσσες και οι διάλεκτοι, περισσότερες από 300, μιλιούνται στο Ασάμ και από το ανατολικό Νεπάλ ώς τη Βιρμανία, καθώς και από το Κασμίρ ώς το Μπουτάν και την βορειοανατολική Ινδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σίνες «Κινέζοι» + Θιβέτ].
Dictionary of Greek. 2013.